- ταλαντιαίος
- -αία, -ον, Α1. αυτός που έχει αξία ενός ταλάντου («ἕτεροι μὲν οἶκοι ταλαντιαῑοι καὶ διτάλαντοι καταληφθέντες», Δημοσθ.)2. αυτός που η περιουσία του είναι ένα τάλαντο3. αυτός που έχει βάρος ενός ταλάντου4. (για πράξη ή για αγώνα) αυτός τού οποίου η αμοιβή ή το βραβείο είναι ένα τάλαντο («ταλαντιαῑος ἀγών», επιγρ.)5. φρ. α) «νοσήματα ταλαντιαῑα» — οι ασθένειες για τών οποίων τη θεραπεία δαπανάται ένα τάλαντο (Αλκ. Κωμ.)β) «ἔγγυος ταλαντιαῑος» — αυτός που παρέχει εγγύηση για το ποσό ενός ταλάντου (Αριστοτ.)γ) «λιθοβόλος [ή πετροβόλος] ταλαντιαῑος» — πολεμική μηχανή που εκσφενδονίζει λίθους βάρους ενός ταλάντου (Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον + κατάλ. -ιαίος*].
Dictionary of Greek. 2013.